Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα MykonosTribes. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα MykonosTribes. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022

Κωσταντής Κονταρίνης #rip


                                                



  Στις κηδείες των φίλων θάβουμε κομμάτια μας.

Έχω πολλά, πολλές ιστορίες να σας πω για τον Κωσταντή, βράδια και ξημερώματα στο Γιαλό.

Μα όχι ακόμα.

 

 Η έγνοια  μου τώρα στη Βούλα και την Έλσα.













Κυριακή 21 Αυγούστου 2022

Μόνικα Δέρπαπα και Ρίτσαρντ Νορθ εκθέτουν στη Μύκονο

 

Monika Derpapa Richard North Daphne Chronopoulou

Τελευταία βραδιά της έκθεσης της Μόνικας Δέρπαπα  και του Ρίτσαρντ Νορθαγαπημένων μου φίλων Μυκονιωτών* και τιμημένων  παλιών μελών τοu 'Mykonos Tribe'.

Στην Αίθουσα Συριώτη της Δημοτικής Πινακοθήκης Μυκόνου.

 

 

 

---------------------------------------------------------

ΣΗΜΕΙΩΣΗ 

*Μυκονιωτών: Κατά  τον καβαφικό αυτοπροσδιορισμό «Αιγυπτιώτης» κι όχι «Αιγύπτιος», Μυκονηιωτες είμαστε κι εμείς οι απ' αλλού, οι δίχως μυκονιάτικη καταγωγή, που επιλέξαμε για τόπο μας τη Μύκονο κι εγκατασταθήκαμε τον περασμένο αιώνα στο νησί. Πάνω σε στις κοινές ιδέες  και προτιμήσεις που μας έφεραν εδώ από ετερόκλητα μέρη του κόσμου, αφομοιώσαμε χαρακτηριστικά των ντόπιων όσο και των μακρινών 

Σχετικά με τη δική μας «Φυλή» της Μυκόνου έχουμε δύο Σελίδες στο FACEBOOK (εκτός από πολλά δικά μου~)  και στις συλλογές:

MYKONOs Tribe 80's & 90'shttps://www.facebook.com/MYKONOs-Tribe-80s-90s-149924925026126/

ΜΥΚΟΝΟς TRIBE ® .... last centuryhttps://www.facebook.com/groups/144484018911691








 

 


 


Πιο πολλά:

Richard North Monika Derpapa https://www.facebook.com/profile.php?id=100006779147019 

Richard North  

 

MYKONOs Tribe 80's & 90's

 

Αίθουσα Συριώτη, Μύκονος

 

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2021

Καλύτερη εκδίκηση είναι να καλοπερνάς

 


Συννεφιά με βοριαδάκι, μελαγχολικός καιρός. Suki και Maiko αγκαλιά στον καναπέ του γραφείου μου. 

Οι γυναίκες απαντούν: Η Καλοπέραση είναι η καλύτερη εκδίκηση.

 ‘
Living Well Is The Best Revenge’ by Calvin Tomkins, μια βιογραφία του Gerald και της SarahMurphy, που έζησαν τη ζωή που ενέπνευσε το Φιτζέραλντ, καλοί φίλοι, γενναιόδωροι οικοδεσπότες, μποέμ και κοσμικοί, φίλοι του Πικάσο και του Χέμινγουέι στο Παρίσι και τη Νότια Γαλλία τότε που όπως έλεγε η Ζέλντα ‘ήμασταν νέοι κι ήταν πάντα καλοκαίρι'.

Ένα αιώνα πριν από εμάς, ενέπνευσαν τη ζωή που επέλεξα σε άλλες θάλασσες μα με ίδια αγάπη για τον τόπο και την Τέχνη κι είδαν κι εκείνοι σαν εμάς* τον τόπο που αγάπησαν να αλλάζει προς κάτι αλλιώτικο, εκ των προς αποφυγήν.

Είναι το κάρμα μας όσων αγαπάμε τόπους να πικραινόμαστε ή άραγε επιλέξαμε λοξά; Ή μήπως όχι, τελικά είμαστε εμείς που μάς γερνά η ζωή και αυτό θολώνει τη ματιά και την καρδιά μας;

Δεν ξέρω, όμως σαν τον κύριο και τη κυρία Μέρφυ το χω κι εγώ στη φύση μου να περνώ καλά ακόμα κι όταν οι εξελίξεις με πικραίνουν. Κι αυτό είναι εκδίκηση αλλά και παρηγοριά.

________

*εμάς: τους όσους ακόμα εν ζωή και παρά θιν αλός του #MykonosTribe που ξεψυχά κάτω από εκσκαφείς και κομπρεσέρ όσο και πρόστυχα καταβρέγματα με ακριβές σαμπάνιες.


Περί της ζωής εκείνης από τα 'Περί Ανάγνωσης' μου:


 ΙΣΤ'

..Eίναι "το αιώνιο καρναβάλι πλάι στη θάλασσα", η ζωή που εφηύρε ο κομψός αλκοολικός Φιτζέραλντ, όταν ήταν ακόμα τόσο φρέσκιοι κι απίστευτα αισιόδοξοι αυτός, η Zέλντα του κι ο εικοστός αιώνας. Tότε που μπορούσες να επιβιώσεις σε μια βίλα στη Nότια Γαλλία στέλνοντας που και που ένα διήγημα σε ένα Aμερικάνικο περιοδικό. Tότε που οι γυναίκες πρωτοέκοψαν τα μαλλιά τους, έβγαλαν τον κορσέ και βγήκαν στην παραλία να μαυρίσουν. Tότε που ήταν δύσκολο να συγκεντρωθείς να γράψεις το εν λόγω διήγημα διότι ήσουν πάντα καλεσμένος κι η Zέλντα ήταν κακομαθημένη και όμορφη και για να καταφέρεις να συγκεντρωθείς της έκρυβες όλα της τα παπούτσια για να μη βγει και τη χάσεις.

     Δε σου μιλάω για το "Mεγάλο Γκάτσμπι", (τη νουβέλα που έκανε πασίγνωστη η ταινία με τον Pόμπερτ Pέντφορντ) με την ιστορία του πολυεκατομμυριούχου... --> https://kastellakia.blogspot.com/2011/08/blog-post_05.html 
___________________________________

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2021

Ναι, είμαστε ακόμα εδώ- Louis Orozco Restrospective - The #MykonosTribe





Μια συγκινητική βραδιά, πριν αποχαιρετίσουμε άλλο ένα καλοκαίρι. Μια έκθεση μνημόσυνο του αγαπημένου μας φίλου Louis Orozco με τα έργα του στους τοίχους, τη φωνή και τη μορφή του πλάι μας καθώς έπαιζε το θαυμάσιο ντοκιμαντέρ που πρόλαβε να κάνει ο Δημήτρης Καλφάκης όσο ακόμα ο Λούι ζούσε και, ανάμεσα στη Μύκονο που αγαπάμε, στα μεξικάνικα χρώματα και τις κυκλαδίτικες σκιές, εμείς, το Mykonos Tribe, ακόμα εδώ, ακόμα εν ζωή τιμάμε τους δικούς μας, την Τέχνη και της ζωής τους δρόμους που διαλέξαμε και διανοίξαμε.

Μια γεύση σας δίνω

μαζί με συνδέσμους και λίγα λόγια του Λούι για το πώς βρέθηκε εδώ κοντά μας αν και πρώτος, πολύ πριν από εμάς.






 

Luis Orozco, 2003: my Mykonos 

"Δέσποινα" ήταν το όνομα του καραβιού που με έφερε στη Μύκονο. Ενώ θύμιζε περισσότερο μπανιέρα παρά καράβι, είχε κάτι το χαρακτηριστικό και συνάμα ιδιαίτερο, κάτι που θα συμπεριλάμβανα σε έναν πίνακα για παράδειγμα. Το ταξίδι από τον Πειραιά στην Μύκονο διήρκεσε σχεδόν 11 ώρες, με δύο στάσεις ενδιάμεσα: μία στη Σύρο, την πρωτεύουσα των Κυκλάδων, και μία στην Τήνο. Η Μύκονος τότε ήταν ένα παραμυθένιο νησί, με "οργανική" αρχιτεκτονική πλασμένη στα μέτρα του ανθρώπου; ακόμη και στο στενότερο σοκάκι της ένιωθε κανείς άνετα, ελεύθερα, χωρίς να διέπεται από την αίσθηση κλειστοφοβίας. Τα σπίτια ήταν διαρρυθμισμένα σαν να προεκτείνονται το ένα στο άλλο, ενώ οι γειτονιές δίνανε την εντύπωση μίας φιλόξενης ζεστασιάς. 

Aυτό ίσχυε για τα παιδιά ιδιαιτέρως, καθώς μπορούσαν να παίζουν και να χάνονται χωρίς φόβο, διότι πάντα ένας περαστικός θα έβρισκε το παιδί και θα το επέστρεφε στη μητέρα του. Η φράση "πλασμένη στα μέτρα του ανθρώπου" εφαρμόζει τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στο ίδιο το τοπίο. Καμία παραλία δεν ήταν υπερβολικά μεγάλη, ενώ η θάλασσα παρέμενε φιλική και δροσερή, σαν να σε καλωσορίζει. Χωρίς καρχαρίες. Χωρίς να έχει κάτι το τρομαχτικό. Είναι μάλιστα ευκολότερο να επιπλεύσεις εδώ σε σύγκριση με άλλες θάλασσες, εξαιτίας των μεγάλων ποσοτήτων αλατιού που υπάρχουν στο νερό. Το τοπίο μου φάνηκε αρκετά επιδεκτικό για ζωγραφική, με ποικιλία υλικών και υφών: οι πέτρες, οι βράχοι, οι καλαμιές, το ξηρό σιτάρι, τα πανέμορφα κυπαρίσσια, με το σκοτεινό τους πράσινο, οι ελιές με τις ασημο-πράσινες αποχρώσεις τους, και οι πέτρινοι τοίχοι, που μερικές φορές τους αποδίδω το κόκκινο χρώμα, για να αποτυπώσω την θερμότητα των ημερών.

Όλα αυτά τα στοιχεία λουσμένα με το υπέροχο, διάφανο, Αιγιοπελαγίτικο φως. Όταν ο αέρας του ύστερου καλοκαιριού φυσάει το Μελτέμι, η θάλασσα του Αιγαίου παίρνει τις αποχρώσεις του οίνου μαζί με ένα σκοτεινό γαλάζιο χρώμα, μέσα από το οποίο μπορεί να αντικρίσει κανείς την αιωνιότητα. Στην αρχή η πόλη δεν μου φάνηκε προδιατεθειμένη για να τη ζωγραφίσω. Είναι τόσο γραφική, όπως ακριβώς την βλέπουν οι τουρίστες, λευκή και γαλάζια σαν το χρώμα του νερού. Ήταν πράγματι δοκιμασία να ζωγραφίσω τα στενά σοκάκια και τις εκκλησίες χωρίς να χρησιμοποιήσω αυτά τα χρώματα. Μου πήρε μάλιστα πολύ καιρό ώσπου να ζωγραφίσω την πόλη, ενώ το βρήκα αρκετά δύσκολο να την συλλάβω και να την αποτυπώσω. Τα τοπία αντιθέτως μου φάνηκαν πιο θελκτικά, γεμάτα δύναμη και πιο ήπια χρώματα - όσο αφορά τα καλοκαίρια δηλαδή. Τους χειμώνες, είναι όλα πράσινα, ή τουλάχιστον, ήτανε, τον καιρό που οι Μυκονιάτες καλλιεργούσαν σιτάρι και κόκκινες παπαρούνες. Αυτόν τον τύπο τοπίου μπορείς να τον αντικρίσεις περισσότερο στην Δήλο, πατρίδα του Απόλλωνα - θεού του φωτός. Πόσο σοφό από μέρους των αρχαίων να επιλέξουν ως τόπο γέννησης του τη Δήλο, το πρώτο μέρος που αντικρίζει ο ήλιος καθώς ανατέλλει. Είναι κρίμα που τόσοι πολλοί τουρίστες έρχονται στη Μύκονο επί το πλείστον για την νυχτερινή ζωή και τις διασκεδάσεις, και δεν μπαίνουν καν στην διαδικασία να επισκεφθούν το μαγευτικό νησί της Δήλου. Δεν είναι παρά ένα σύντομο ταξίδι από την Μύκονο, αλλά σημειώστε, είναι σημαντικό να διαβάσετε κάτι για την ιστορία της προτού την επισκεφθείτε. 

Η πόλη της Μυκόνου, ένα σμαράγδι αρχιτεκτονικής. Κατά τη διάρκεια του 60 μάλιστα κατακλείστηκε από φοιτητές αρχιτεκτονικής ανά τον κόσμο, ερχόμενοι να κάνουν μετρήσεις προκειμένου να διευκρινίσουν ποια ήταν η συγκεκριμένη ποιότητα που έκανε τους δρόμους τόσο φιλόξενους - τις αναλογίες τους, τη σχέση μεταξύ του ύψους και του πλάτους των στενών, των παραθύρων και των θυρών, της πυκνότητας των τοίχων κτλ. 

Παρότι είναι κατάλευκη, όταν έρχεται το σούρουπο οι τοίχοι αντανακλούν το χρώμα των θυρών και των μπαλκονιών, και ξαφνικά η κυριαρχία του λευκού υποχωρεί. Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν Αθηναίο κριτικό τέχνης να αναρωτιέται που ανακάλυψα τόσα χρώματα στη Μύκονο, όντας, όπως είπε, " λευκό περιστέρι". Είναι επίσης συχνό φαινόμενο να με κατηγορούν πως έφερα μαζί μου τα χρώματα του Μεξικού. Με βρίσκω πολλές φορές να αναφέρομαι στη Μύκονο σε παρελθόντα χρόνο, αλλά στην πραγματικότητα, χάρη σε έναν υπέροχο άνθρωπο, τον Κώστα Τσάκο, που ήταν υπεύθυνος της διανομής (ή της μη διανομής) οικοδομικών αδειών στο Μουσείο της Μυκόνου, η αρχιτεκτονική της Μυκόνου συνεχίζει να είναι όμορφη όσο ποτέ, τουλάχιστον η πόλη. 

Το τοπίο δυστυχώς, είναι μία άλλη ιστορία, από τον καιρό που ο κύριος Τσάκος έφυγε από την Μύκονο. Η Κυκλαδίτικη τεχνοτροπία έχει αντικατασταθεί από μία αρχιτεκτονική τύπου "εγώ και η πισίνα μου", ακόμη και αν το σπίτι βρίσκεται ακριβώς δίπλα από την όμορφη θάλασσα του αιγαίου. Αλλά ποιος είμαι εγώ που θα ασκήσω κριτική στο οτιδήποτε? Εγώ είμαι απλώς ένας ξένος που αγαπάει το θάμβος αυτού του νησιού. Κάτι άλλο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση όταν πρωτοήρθα το 1960 ήταν η ελευθερία των ντόπιων να τραγουδάνε καθώς επιστρέφουν από τις δουλειές τους, ανεξαρτήτως αν πλησίαζε το χάραμα ή αν έδυε ο ήλιος- νηφάλιοι. Του λόγου το αληθές, ήταν εξαιρετικά σπάνιο να πετύχεις κάποιον μεθυσμένο στον δρόμο. Το πόσιμο ήταν συνήθεια της ταβέρνας, μεταξύ φίλων, κατά τη διάρκεια ενός γεύματος, συνοδευόμενο πάντοτε από ένα τραγούδι και έναν χορό - έναν αυθόρμητο χορό, ανεξαρτήτως από το ποιος ήταν τριγύρω, χωρίς διάθεση επίδειξης ή διασκέδασης των τουριστών. Οι Μυκονιάτες το συνηθίζουν ακόμη στα πανηγύρια, ή στα φεστιβάλ, αλλά πλέον τίποτα δεν είναι το ίδιο. Καθιστώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που έζησα την Μύκονο στα χρόνια που την έζησα διότι αυτά που βίωσα με έκαναν να μείνω στην Ελλάδα: Την Ντίσκο μπορείτε να τη βρείτε οπουδήποτε. Ελάτε στην Ελλάδα και απολαύστε την (και την σκηνή της Ντίσκο, αν τη θέλετε τόσο πολύ). Στάθηκα τόσο τυχερός που γνώρισα Έλληνες όπως την οικογένεια Κουσαθανά, την Βιεννούλα και τα παιδιά της. Οι περισσότεροι από αυτούς ασχολιόντουσαν επαγγελματικά με την ύφανση, την παραγωγή χρωματιστών τραπεζομάντιλων ή παπλωμάτων, και βοηθούσαν τους ξένους να εκτιμήσουν το νησί τους με την φιλόξενη διάθεση τους και την προθυμία να παρέχουν οποιαδήποτε πληροφορία που σχετίζεται με τη Μύκονο. Η μητέρα, η αείμνηστη Βιενούλα, περνώντας κάποιο χρόνο στην Αγγλία στα νεανικά της χρόνια, έμαθε στα παιδιά της Αγγλικά και έτσι η ζεστασιά και η φιλοξενία επεκτάθηκε και στους ξένους. Αν γύρευες ένα συγκεκριμένο μέρος ή άνθρωπο, δεν σου παρείχαν απλώς τις οδηγίες, αλλά σε παίρνανε από το χέρι και σε οδηγούσαν κατευθείαν εκεί. Καθώς ο μεγαλύτερος γιος έβαφε τα υφάσματα, πάντοτε παίρνανε μέρος τραγούδια και χοροί. Το πρώτο μου πάρτυ στην Μύκονο ήταν στα γενέθλια της Ανουσώς (η μεγάλη κόρη της Βιεννούλας), με την μουσική να την παρέχουν οι ντόπιοι παίζοντας γκάιντες, ταμπούρλα και ακορντεόν. Ήταν ακόμη Μάρτης και σχετικά κρύα, αλλά ο χορός και η ρετσίνα μας ζεσταίνανε. Σιγά-σιγά όλοι σύρθηκαν στο ημικύκλιο του χορού. 

Εγώ δεν ήρθα στην Ελλάδα με την πρόθεση να μείνω, αλλά ανακάλυψα ένα νησί με αρκετό ζωγραφικό υλικό για μία ολόκληρη ζωή. Οι τουρίστες που γνώριζε κανείς εδώ προέρχονταν από όλον τον κόσμο, όχι απαραίτητα γυρεύοντας την διασκέδαση στις ντίσκο, αλλά για να εξερευνήσουν τη μαγεία της ελληνικής κουλτούρας. Πολλοί από αυτούς είχαν ήδη βρεθεί στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Ρώμη κτλ., αλλά ψάχνανε κάτι διαφορετικό. Στην Ελλάδα το βρήκανε, Πιστεύω πως είναι ακόμη εδώ, αλλά πρέπει να το ανακαλύψεις. Στις μέρες μας είναι πολύ πιο εύκολο να ταξιδέψεις εδώ. Υπάρχουν πλέον αεροπλάνα και ταχύτατα, αναπαυτικά καράβια. Μπορείτε επίσης να νοικιάσετε μοτοσικλέτες και αυτοκίνητα για να περιηγηθείτε, αλλά μην το παρακάνετε. Ο αέρας της Μυκόνου είναι ακόμα ξάστερος, καθαρός: μην φέρετε μαζί σας τα καυσαέρια και την ταχύτητα- πηγαίνετε αργά, θα δείτε ακόμα περισσότερα. Ο Τουρισμός έχει αλλάξει πολλά πράγματα εδώ, αλλά δεν είναι όλα προς το χειρότερο. Οι νέοι έχουν πολύ μεγαλύτερη πρόσβαση στον κόσμο από οποιαδήποτε άλλη εποχή, πολλοί μπορούν επίσης να πάνε στο πανεπιστήμιο. Υπάρχουν επίσης πολλοί γιατροί στο νησί; οι γυναίκες είναι λεπτότερες, λιγότερο εξαντλημένες από τη δουλειά, και αρκετά μορφωμένες. Οι περισσότεροι κάτοικοι μιλάνε Αγγλικά και πολλές άλλες γλώσσες. Είναι ιδιαίτερα σπάνιο να βρεις κάποιον που να μην γνωρίζει Αγγλικά. Υπάρχει ακόμα και κατάστημα με υγιεινά φαγητά, αλλά μπορεί ακόμα κανείς να αγοράσει λαχανικά και φρούτα από τους αγρότες που κατεβαίνουν στην πόλη με τα γαιδουράκια τους, ενώ οι ψαράδες πουλάνε την ψαριά τους στην προκυμαία. Μπορείτε επίσης να βρείτε μουσακά στις ταβέρνες, αλλά πλέον η Ελληνική κουζίνα περιλαμβάνει πολλά περισσότερα από τον μουσακά και το τζατζίκι. Γιατί να περιοριστείτε στα ίδια άλλωστε? Δοκιμάστε και άλλες επιλογές. Αυτή τη στιγμή στο νησί παράγεται και εξαιρετικό κρασί, ειδικά το ξηρό, κόκκινο κρασί. Αναζητήστε επίσης μέρη όπου θα ακούσετε Ελληνική μουσική και θα δείτε Έλληνες να χορεύουνε: είναι όλα μέρος της αληθινά Ελληνικής, Μυκονιάτικης εμπειρίας."

translation: Kostas Dimolitsas


 

Andonis Theocharis Kioukas


RETROSPECTIVE EXHIBITION «LUIS OROZCO – END OF AN ERA»

ART ROOM, MYKONOS BLU ΗΟTEL, PSAROU ΜΥΚΟΝΟΣ

6-16 SEPTEMBER 2021


CΟURATOR: Andonis Theocharis Kioukas

WITH THE COLLABORATION Jason Orozco

FILM: «MI QUERIDO LUIS», BY DIMITRIS KALFAKIS Triciclo Mykonos Mykonos Filmmakers

ART ROOM: GENERAL MANAGER Alexandros Papaioannou ARTISTIC DIRECTOR Penelope Gatsas

Ο Luis Orozco γεννήθηκε το 1930 στο Mexico City και σπούδασε ζωγραφική στο University of the Americas, Mexico (BFA). Μετακόμισε στο L.Α. όπου έζησε για κάποια χρόνια. Το 1960 έφτασε ταξιδεύοντας στην Ελλάδα, επηρεασμένος, όπως τόσοι και τόσοι, από τον «Κολοσσό του Μαρουσιού» του Henry Miller και κατέληξε σε ένα άγνωστό του νησί, την Μύκονο. Θαμπωμένος από το φως της, την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Kαι αντίθετα με τον Miller, o οποίος το έβαλε στα πόδια όταν διαισθάνθηκε πως αν δεν έφευγε θα έμενε εδώ για πάντα, μαγεμένος από αυτό τον τόπο και δεν ξαναγύρισε ποτέ, ο Luis αποφάσισε να παραδοθεί στην Μύκονο. Διάλεξε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του σε αυτό το μικρό νησάκι καταμεσής του Αιγαίου. Παντρεύτηκε τρεις φορές, έκανε τρία παιδιά, χώρισε, χάρηκε, πένθησε, έζησε. Η Μύκονος, η αρχιτεκτονική της, το τοπίο της, οι άνθρωποι κι ο δυνατός βοριάς απετέλεσαν την πηγή της έμπνευσής του. Το πολύχρωμο μυκονιάτικο σύμπαν του: ψαράδες και μανάβηδες, δρομάκια κι εξωκκλήσια, νεκρές φύσεις και μουσικά όργανα, γυναίκες που πέρασαν απ’ τη ζωή του μέσα, λαχταριστά ψάρια και λαχανικά συγκροτημένα με υλικά ταξιδεμένα από την άλλη άκρη της γης, το Μεξικό. H ματιά του ενσάρκωσε μοναδικά, εντυπωσιακά και ανεξίτηλα την αντίληψη και την αίσθηση αυτού του μοναδικού και ανυπέρβλητου τόπου. Μέχρι την 7η Αυγούστου 2018 που μετά από 58 χρόνια ζωής στην Μύκονο -και πλήρης ημερών- την/μας αποχαιρέτησε για πάντα. Ευγενής, διακριτικός, χαμογελαστός, με υπόγειο χιούμορ, αποχαιρέτησε αυτόν τον κόσμο ακριβώς με τον τρόπο που έζησε: ακροποδητί, δοξάζοντας την αβάσταχτη ελαφρότητα του Είναι.

Με το φευγιό του Luis αποχαιρετάμε οριστικά και αμετάκλητα μια εποχή, μια εποχή που έπλασε την σύγχρονη μυθολογία της Μυκόνου. Την Μύκονο του κοσμοπολιτισμού, της ανεμελιάς, της ελευθερίας, της αποδοχής, της απλότητας, της εκρηκτικής δημιουργίας, της αισθητικής, της ομορφιάς «που θα σώσει τον κόσμο». 

Ο Luis -της παρέας του Μαθιού Φλωράκη, του Ντόρη Πάντου, της Lilly Kristensen και της Angela Pipikios- Χειμωνά, του Θόδωρου Αγγελόπουλου, της Μαργαρίτας Μπακοπούλου και του Σταύρου Ξαρχάκου- ανήκει στους τελευταίους εκείνης της γενιάς που χρωμάτισε ανεξίτηλα με την παρουσία της το τέρμα του Ματογιανιού. 

Στην έκθεση θα παρουσιαστούν χαρακτηριστικά έργα αυτής της πορείας και θα προβάλλεται η ταινία του Δημήτρη Καλφάκη για την ζωή και το έργο του «Mi querido Luis» (Ο Αγαπημένος μου Luis), σε νέο μοντάζ.

Κείμενο: Αντώνης Θεοχάρης Κιούκας 

περισσότερα για τον Luishttps://luisorozcomykonos.weebly.com/


______________________________________________________
Το πορτραίτο μου,  

ένα από τα έργα του στο σπίτι μου 

και αναμνήσεις






MYKONOs Tribe 80's & 90's 

https://www.facebook.com/MYKONOs-Tribe-80s-90s-149924925026126/


Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Λίλλυ Κρίστενσεν (1933-2001) +video



1η Σεπτεμβρίου άνοιξε το μεγάλο αφιέρωμα στη Λίλλυ Κρίστενσεν στην Πινακοθήκη του Δήμου Μυκόνου. Είναι μεγάλη τιμή και ψαρά για μένα που ο Δήμος και ο γιός της ζωγράφου, φίλος μου, Ιάσων Ορόσκο, με κάλεσαν να γράψω τα κείμενα που πλαισιώνουν την εκδήλωση. Στα εγκαίνια, γυρίστηκε και το μικρό video που σάς παρουσιάζω σήμερα, μαζί με την υπενθύμιση να μη χάσετε την ευκαιρία να δείτε την πολύ ενδιαφέρουσα αυτή έκθεση στην οποία παρουσιάζονται έργα που, επειδή ανήκουν σε ιδιωτικές συλλογές, ίσως δεν ξαναεκτεθούν. Επίσης, μαζί με κάρτες και αριθμημένες  μεταξοτυπίες  και χαρακτικά (φτιαγμένα δεκαετίες πριν από την ίδια τη Λίλλυ) πωλούνται και κάποια λίγα έργα της (λάδια σε καμβά) κι αυτό συνιστά σπανιότατη ευκαιρία για όσους τότε που ακόμα ζούσε η Λίλλυ δεν είχαν τη δυνατότητα ενώ τώρα  τα έργα βγαίνουν πρώτη φορά από το ατελιέ με εγγύηση γνησιότητας από την ίδια την οικογένεια.

Ακολουθεί το video
και τα κείμενά μου, αγγλικά και ελληνικά.
Χαρείτε τα!



Kdeppam Mykonos Αφιέρωμα
Λίλλυ Κρίστενσεν (1933-2001)

Η Λίλλυ Κρίστενσεν γεννήθηκε το 1933 στο Τζάτλαντ της Δανίας. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης και συνέχισε με τετραετή υποτροφία στο Σεντ Μάρτινς.
Το 1960 ταξίδεψε στην Ελλάδα για διακοπές και ερωτεύτηκε την χώρα, τη Μύκονο και το Μεξικάνο ζωγράφο Λούις Ορόσκο. Παντρεύτηκαν, έκαναν δυό γιους, έχτισαν με σεβασμό στην παράδοση κι αφιερώθηκαν στο νησί με τη ζωή και το έργο τους.
Η Λίλλυ εμπνεύστηκε από τα ντόπια υφαντά και, μολονότι αγαπούσε το σχέδιο και ζωγράφισε πολλά μυκονιάτικα τοπία σε λάδι σε καμβά, είναι περισσότερο γνωστή για τα ιδιότυπα εντελώς χαρακτηριστικά κολάζ της, συνθέσεις λεπτομερείς στις οποίες, με υλικό το μαλλί και μικρά κομμάτια υφαντών, σχηματίζει αναγνωρίσιμα τοπία, δρόμους, δένδρα κι εκκλησάκια ή σκηνές τής καθημερινής ζωής. Επίσης με κομμάτια ύφασμα ξεκίνησε να ράβει για τα παιδιά της παιχνίδια που γλίστρησαν έξω από το παιδικό δωμάτιο κι έγιναν ανάρπαστα αντικείμενα Τέχνης. Γαϊδουράκια φορτωμένα καλάθια και το μανάβη με ψαθάκι στο σαμάρι με το χράμι του, χταπόδια γελαστά, ψαράδες με σηκωμένα μπατζάκια και τραγιάσκα καπετάνιου, άλλα μικρά σα κούκλες παιδικές άλλα σε μέγεθος φυσικό σαν τη μαυροντυμένη υφάντρα που έμοιαζε ζωντανή στης Βγενούλας το μαγαζί.
Μετά το διαζύγιο η Λίλλυ μετακόμισε για 4 χρόνια στη Βοστόνη κυρίως λόγω των καλών σχολείων για τα παιδιά. Εκεί έκανε εκθέσεις στη Μασσαχουσέττη και την Καλιφόρνια κι άφησε πολλά έργα πίσω της.
Ο τελευταίος κύκλος της ζωής της ήταν επίπονος μα τον αντιμετώπισε με τη στωικότητα και το πολύ δικό της στεγνό λίγο πικρό χιούμορ. Τη βασάνισε πολύ ο καρκίνος, η αρρώστια που της στέρησε τη μητέρα της στα 12 που έγινε εκείνη μάνα για τα δυό αδέλφια της απ' τα οποία αργότερα, μεγάλη πια, ο καρκίνος πήρε και τη μικρότερη αδελφή της.
Όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα για να αποφεύγει την κίνηση μεταφερόταν τα καλοκαίρια στο σπίτι της στην Καρδιανή της Τήνου, ώσπου στο τέλος πια, αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Δανία όπου μετέτρεψε σε γκαλερί τη φάρμα που είχε από τον πατέρα της και συνέχισε να ζωγραφίζει ως το τέλος.
Η Λίλλυ Κρίστενσεν είναι κομμάτι της Ιστορίας του νησιού, το βλέμμα της αποτυπωμένο στην Τέχνη της άνοιξε ορίζοντες που παραμένουν ανοιχτοί, φώτισε πλευρές που ίσως μας ξέφευγαν και μας δίδαξε πού να βλέπουμε εκείνα τα κοινά μας που ακόμα προσελκύουν.
 

LILLY KRISTENSEN
(1933-2001)
For many years, spinning wool in her hand wheel, there was a black-clad old widow sitting next to the entrance door at Vgenoula’s shop at the end of Matogianni before the Three Wells. Tourists would enter with a “good morning”, or “sorry” and “pardon”, for accidentally bumping on her, before realizing that she was a doll, a work of art by Lilly Kristensen whose eye for detail made her capture and save Mykonos as it was at that particular moment in history just before major socioeconomic changes wiped out the old way of life.

She was born in Jutland, Denmark, in 1933. She studied at the Fine Arts School in Copenhagen and continued with a four-year scholarship at Saint Martin’s in London where she lived for five years.
Visiting Greece for a holiday, in 1960, she fell in love with the country, the island of Mykonos and the Mexican painter Luis Orozco. They married, had two sons, built a house respecting the local architecture, and the island became the main theme of their Art.

Well known is Lilly's use of strings of wool and small pieces of traditional 'hyphanta' (the textiles hand woven by the local women in house looms) with which she created her characteristic unique collages; compositions of everyday life scenes or landscapes so detailed that narrow streets, churches and houses are easily recognized. With those same woven rags she used to make toys for her boys to play, but those amazing creations slipped out of the children's world and became collectables circulating as "objects d' art". Greengrocers in straw hats riding between their hampers on donkeys' backs, smiling octopuses, fishermen with rolled up pants and captain's cap; everyday figures or strange animals, in toy size some and others in real life dimensions like the old lady in black seated at the entrance of Vgenoula’s shop eternally spinning her wool and confusing passersby. 
With two small children fighting to take her away from her easel, she found it hard to concentrate on oil painting while stained little fingers would leave colour marks on walls and the boys’ faces. 
Her friends were impressed by her hand made Christmas cards, collages of her drawings coloured with layers of small pieces of the old hand-woven textiles she collected locally and on her travels all over Greece. And that’s how it started, how she developed her own unique Art, combining the Scandinavian collage tradition to paint Greece with it’ s own ‘words’. Greece is both her subject and her raw material while the used home-made textiles become the language of this three-dimensional narrative of the place and the people, a tale told by the ‘hyphanta’, the vey rags, woven and used in the lives described.

“Wool collages” she named her work at exhibition catalogues. Studying now the body of her work as a whole, we can see how it evolved into her own unique Art. “Every detail, even the eyebrows, must be made of wool”, she said in an interview. Like the tiny candles glowing in a church altar that only by observing close enough we may notice that they are not painted but glued, tiny dark yellow lines of thread are just twisted so at the top to look like little flames. All these restrictive rules, technical challenges she set on herself, instead of discouraging her, it seems that they provided an outlet to her very characteristic love of detail, a strife for precision as the only truth. Therefore, the skies may be coloured in an expressionistic red, but small rags of all sorts of handmade fabrics, threads of every density, scraps local tailors saved for her, are glued on her original sketch, in many colours and layers, forming  the shapes of buildings in the sunset or animals walking uphill on a dry stream that now is a road, or the ever present wind-beaten eucalyptus trees. They are saved there exactly as they were, defined not by place only, but by time also, like the wooden shutter that was replaced right at that time or the iron square that covered the dry well that some foreign guest had painted brownish red the year. 


After her divorce, Lilly moved with the boys to Boston, a city recommended by friends for the quality of the state schools. While in the U.S.A. she exhibited her work in Massachusetts and California.
The last cycle of her life was painful but she coped with her pain stoically fighting it with her very own dry and bitter sense of humor. She lived with cancer for many years, a disease  to which as a child she had lost her mother and years later her sister too. 
Returning to Greece four years later, she bought a house in Tinos. There, seeking peace and quiet, she spent the summer months until health problems brought her back to Denmark where she converted her father’s farm into an Art gallery and kept on painting and drawing until the end

In Lilly Kristensen's work, with her meticulous regard to detail, we see depicted the Mykonos that inspired her, the land and way of life that mesmerized her so that she left country, family and possible career and became part of this island's history. She narrates a past common ground and through her gaze we learn to recognize what still attracts us to Mykonos, points of reference that unite us to the land we’ve grown to love.
_______________________________ 
Το video:  https://youtu.be/I1TT5_fp5l4 (κι ευχαριστώ τον 
Athanasios Kousathanas για την ωραία δουλειά και τη συνεργασία μας)





Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

Μύκονος, αφιέρωμα στη Lilly Kristensen- 1933-2001


Είναι μεγάλη τιμή και χαρά για μένα που η ΚΔΕΠΠΑΜ κι ο Jason Orozco μου ζήτησαν να γράψω τα κείμενα που συνοδεύουν τη μεγάλη έκθεση της Lilly Kristensen, μιας σπουδαίας ζωγράφου που πρόλαβα να γνωρίσω όταν πρωτοεγκαταστάθηκα στη Μύκονο κι έτυχε να είμαστε και γειτόνισσες.
Η έκθεση ανοίγει 1η Σεπτεμβρίου και συστήνω βεβαίως. Ακολουθεί η πρόσκληση με το  κείμενό μου.

Δημοτική Πινακοθήκη Μύκονου
Εικαστικό αφιέρωμα 2020: 
Lilly Kristensen (1933-2001)
1-10 Σεπτεμβρίου Αίθουσα Ματογιάννια

Στην Δανέζα ζωγράφο Λίλλυ Κρίστενσεν που έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζώης στην Μύκονο και την αποτύπωσε με μοναδικό τρόπο μέσα από τα κολάζ της αφορά φέτος το εικαστικό αφιέρωμα της Δημοτικής Μυκόνου. Κυρίως κολάζ από ύφασμα αλλά και λάδια και σχέδια θα εκτεθούν στην αίθουσα Ματογιάννι το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου.

Κείμενο της Δάφνης Χρονοπούλου για τον κατάλογο που θα συνοδέψει την έκθεση:

Η Λίλλυ Κρίστενσεν γεννήθηκε το 1933 στο Γιούτλαντ της Δανίας. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης και συνέχισε με τετραετή υποτροφία στο Σεντ Μάρτινς.
Το 1960 ταξίδεψε στην Ελλάδα για διακοπές και ερωτεύτηκε την χώρα, τη Μύκονο και το Μεξικάνο ζωγράφο Λούις Ορόσκο. Παντρεύτηκαν, έκαναν δυό γιους, έχτισαν με σεβασμό στην παράδοση κι αφιερώθηκαν στο νησί με τη ζωή και το έργο τους.
Η Λίλλυ εμπνεύστηκε από τα ντόπια υφαντά και, μολονότι αγαπούσε το σχέδιο και ζωγράφισε πολλά μυκονιάτικα τοπία σε λάδι σε καμβά, είναι περισσότερο γνωστή για τα ιδιότυπα εντελώς χαρακτηριστικά κολάζ της, συνθέσεις λεπτομερείς στις οποίες, με υλικό το μαλλί και μικρά κομμάτια υφαντών, σχηματίζει αναγνωρίσιμα τοπία, δρόμους, δένδρα κι εκκλησάκια ή σκηνές τής καθημερινής ζωής. Επίσης με κομμάτια ύφασμα ξεκίνησε να ράβει για τα παιδιά της παιχνίδια που γλίστρησαν έξω από το παιδικό δωμάτιο κι έγιναν ανάρπαστα αντικείμενα Τέχνης. Γαϊδουράκια φορτωμένα καλάθια και το μανάβη με ψαθάκι στο σαμάρι με το χράμι του, χταπόδια γελαστά, ψαράδες με σηκωμένα μπατζάκια και τραγιάσκα καπετάνιου, άλλα μικρά σα κούκλες παιδικές άλλα σε μέγεθος φυσικό σαν τη μαυροντυμένη υφάντρα που έμοιαζε ζωντανή στης Βγενούλας το μαγαζί.
Μετά το διαζύγιο η Λίλλυ μετακόμισε για 4 χρόνια στη Βοστόνη κυρίως λόγω των καλών σχολείων για τα παιδιά. Εκεί έκανε εκθέσεις στη Μασσαχουσέττη και την Καλιφόρνια κι άφησε πολλά έργα πίσω της.
Ο τελευταίος κύκλος της ζωής της ήταν επίπονος μα τον αντιμετώπισε με τη στωικότητα και το πολύ δικό της στεγνό λίγο πικρό χιούμορ. Τη βασάνισε πολύ ο καρκίνος, η αρρώστια που της στέρησε τη μητέρα της στα 12 που έγινε εκείνη μάνα για τα δυό αδέλφια της απ' τα οποία αργότερα, μεγάλη πια, ο καρκίνος πήρε και τη μικρότερη αδελφή της.
Όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα για να αποφεύγει την κίνηση μεταφερόταν τα καλοκαίρια στο σπίτι της στην Καρδιανή της Τήνου, ώσπου στο τέλος πια, αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Δανία όπου μετέτρεψε σε γκαλερί τη φάρμα που είχε από τον πατέρα της και συνέχισε να ζωγραφίζει ως το τέλος.
Η Λίλλυ Κρίστενσεν είναι κομμάτι της Ιστορίας του νησιού, το βλέμμα της αποτυπωμένο στην Τέχνη της άνοιξε ορίζοντες που παραμένουν ανοιχτοί, φώτισε πλευρές που ίσως μας ξέφευγαν και μας δίδαξε πού να βλέπουμε εκείνα τα κοινά μας που ακόμα προσελκύουν.





________________